- φλοιορραγής
- φλοιορραγήςwith the barkmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλοιορραγής — ές, Α (για δένδρα) αυτός που έχει σκασμένο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + ρραγής (< θ. ραγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ρράγ ην), πρβλ. πυρι ρραγής, ψυχο ρραγής] … Dictionary of Greek
φλοιορραγῆ — φλοιορραγής with the bark neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φλοιορραγής with the bark masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φλοιορραγής with the bark masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιορραγώ — έω, Α [φλοιορραγής] είμαι ή γίνομαι φλοιορραγής*, έχω σκασμένο φλοιό … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
φλοιορραγῶν — φλοιορραγέω heavy with bark pres part act masc nom sg (attic epic doric) φλοιορραγής with the bark masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)